- σακηφόρος
- σᾰκ-ηφόρος, ὁ,=A
σακκοφόρος 1
,Διονύσου . . σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522
(Ephesus, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακκοφόρος 1
,Διονύσου . . σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522
(Ephesus, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακηφόρος — ὁ, Α λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + φόρος*. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek